отхаркнуть - translation to γαλλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

отхаркнуть - translation to γαλλικά


отхаркнуть      
см. отхаркать
expectorer      
отхаркивать/отхаркнуть мокроту; выделять/выделить мокроту
cracher      
плевать/плюнуть; выплёвывать/выплюнуть [изо рта];
il crachа un morceau de viande - он выплюнул кусок мяса;
харкать/харкнуть; отхаркивать/отхаркнуть;
cracher du sang - харкать [кашлять] кровью;
извергать/извергнуть; выбрасывать/выбросить; брызгать/брызнуть (+ I);
le volcan crache de la lave - вулкан извергает лаву;
les canons crachaient la mitraille - пушки стреляли [поливали] картечью;
la machine crache de la fumée - из паровоза валит дым;
un dragon qui crache des flammes - огнедышащий дракон;
cracher des injures - изрыгать ругательства;
раскошеливаться/раскошелиться;
il a dû cracher mille francs - он вынужден был [раскошелиться и] выложить тысячу франков;
плевать, плюнуть; плеваться;
défense de cracher - плевать запрещается;
autant cracher en l'air - как мёртвому припарки;
брызгать/брызнуть;
la plume crache - перо брызжет;
le poste de radio crache - радио трещит;
cracher sur - плевать на (+ A); презирать; поносить;
il ne crache pas sur l'alcool - он не дурак выпить

Ορισμός

отхаркнуть
сов.
Однокр. к глаг.: отхаркивать.